ζαχαρώδης

ζαχαρώδης
-ες
αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ευ-ώδης, πετρ-ώδης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • σακχαρώδης — ες, Ν 1. ζαχαρώδης 2. φρ. «σακχαρώδης διαβήτης» ιατρ. χρόνια νόσος τής οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η ύψωση τής στάθμης τού σακχάρου στο αίμα, αλλ. διαβήτης ή κν. ζαχαροδιαβήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”